μεσέγχυμα

μεσέγχυμα
Αδιαφοροποίητος εμβρυϊκός συνδετικός ιστός, μεσοδερμικής προέλευσης. Τα μεσεγχυματικά κύτταρα αναπτύσσονται κατά τα πρώιμα εμβρυϊκά στάδια, σχηματίζοντας πολλές δομές στο ώριμο άτομο.
* * *
το
(βιολ.-ανατ.) μη εξειδικευμένος συνδετικός ιστός ο οποίος απαντά στα έμβρυα τών ασπονδύλων και τών σπονδυλοζώων, έχει μεσοδερμική προέλευση και αποτελείται από κύτταρα απομονωμένα και ικανά να μεταναστεύουν, διαφοροποιείται δε, συχνά, σε ερειστικές δομές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπόγγοι — Τα σφουγγάρια. Τύπος ασπόνδυλων με οργάνωση τόσο απλή, ώστε μερικοί ζωολόγοι τον περιλαμβάνουν σ’ ένα ειδικό υποβασίλειο των παραζώων, ενδιάμεσο μεταξύ των πρωτόζωων και των μετάζωων. Σχηματικά το σώμα των σ., που λέγονται και ποροφόρα, είναι… …   Dictionary of Greek

  • γαστρίδιο — Ένα από τα αρχικά στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Προέρχεται από ένα βλαστίδιο με μια διαδικασία εγκόλπωσης που αποκαλείται γαστριδίωση. Η αυλάκωση τελειώνει με τη διευθέτηση των βλαστομεριδίων γύρω από μια κεντρική κοιλότητα. Στη συνέχεια, το… …   Dictionary of Greek

  • μεσεγχυματώδης — ες ιατρ. αυτός που είναι όμοιος με το μεσέγχυμα ή αποτελείται από μεσέγχυμα («μεσεγχυματώδη βλαστήματα») …   Dictionary of Greek

  • εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσεγχυματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσέγχυμα …   Dictionary of Greek

  • μεσεγχυματογενής — ές (βιολ. ανατ. ιατρ.) αυτός που προέρχεται από το μεσέγχυμα («μεσεγχυματογενής ιστός») …   Dictionary of Greek

  • σάρκωμα — (Ιατρ.). Κακοήθης νεοπλασία, που αναπτύσσεται από το συνδετικό ιστό με μεγάλη τάση διήθησης και του οποίου η μεταστατική εξάπλωση γίνεται κυρίως δια της αιματικής οδού. Επειδή ο συνδετικός ιστός απλώνεται σε ολόκληρο τον οργανισμό, τα σ. μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • συνδετικός — ή, ό / συνδετικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνδέω] 1. αυτός που χρησιμεύει στη σύνδεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων ή ο κατάλληλος για την παραπάνω σύνδεση (α. «συνδετικός ιστός» β. «νεῡρα συνδετικά», Γαλ.) 2. γραμμ. συμπλεκτικός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • φαγοκυττάρωση — (Βιολ.). Βιολογική διεργασία που εκτελείται από ένα κύτταρο με σκοπό την εξουδετέρωση ξένων σωμάτων. Το κύτταρο που έχει την ιδιότητα της φ. βγάζει ψευδοπόδια, τα οποία περιβάλλουν το ξένο σώμα και ενώνονται στη συνέχεια ώστε αυτό να γίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”